- λίμπερο
- (I)λίμπερο, τὸ (Μ)βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. libero «βιβλίο» < λατ. liber, libri].————————(II)ο(αθλ.) (στο ποδόσφαιρο) παίκτης χωρίς μόνιμη θέση, ο οποίος τοποθετείται αυτόβουλα εκεί όπου τό απαιτούν οι ανάγκες τού αγώνα.
Dictionary of Greek. 2013.