λίμπερο

λίμπερο
(I)
λίμπερο, τὸ (Μ)
βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. libero «βιβλίο» < λατ. liber, libri].
————————
(II)
ο
(αθλ.) (στο ποδόσφαιρο) παίκτης χωρίς μόνιμη θέση, ο οποίος τοποθετείται αυτόβουλα εκεί όπου τό απαιτούν οι ανάγκες τού αγώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”